- δεσπόζω
- (AM δεσπόζω)1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μουνεοελλ.1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος(«αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες»)2. (για τόπους) βρίσκομαι ψηλότερα («το φρούριο δεσπόζει τής πόλεως»)3. φρ. «δεσπόζων τόνος ή φθόγγος» — ο βασικός τόνος γύρω από τον οποίο στρέφεται μια μελωδίααρχ.-μσν.είμαι ο νόμιμος κύριος, ιδιοκτήτηςνεοελλ.(μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) η δεσπόζουσα1. σε ένα τροπικό ή τονικό σύστημα, ο περισσότερο ενδιαφέρων ήχος στο οικοδόμημα τής κλίμακας μετά την τονική γύρω από την οποία διαρθρώνεται η μελωδία πριν μεταπέσει στην τελική, δηλ. τονική2. φρ. «εβδόμη τής δεσπόζουσας» — μείζων συγχορδία με μικρή εβδόμη πάνω από την πέμπτη βαθμίδα μιας κλίμακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεσπότης, αναλογικά προς τα ρήματα σε -(ο)ζω (πρβλ. αρμόζω, πελάζω κ.ά.) Ερμηνεύεται και από αρχικό θ. δεσποδ- < δεσπότ-].
Dictionary of Greek. 2013.